- περίδραξις
- -άξεως, ἡ, ΜΑ [περιδράσσομαι]η σύλληψη, η κατανόηση (α. «περίδραξις τῆς παιδείας» β. «εὐσεβῶν δογμάτων περίδραξις»)αρχ.το να πιάνει κανείς με το χέρι κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίδραξις — grasping with the hands fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδραξιν — περίδραξις grasping with the hands fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδράξεως — περιδράξεω̆ς , περίδραξις grasping with the hands fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδράξῃ — περιδράξηι , περίδραξις grasping with the hands fem dat sg (epic) περιδράσσομαι grasp aor subj mp 2nd sg περιδράσσομαι grasp fut ind mp 2nd sg περιδράσσομαι grasp aor subj mp 2nd sg περιδράσσομαι grasp fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)